χρονογραφικῶς
(Ανακατεύθυνση από χρονογραφικώς)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρονογραφικῶς < χρονογραφικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα επεξεργασία
χρονογραφικῶς (τροπικό επίρρημα)
- (καθαρεύουσα) χρονογραφικά
- μονοτονική γραφή: χρονογραφικώς
Πηγές επεξεργασία
- «χρονογραφία», σημείωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)