Ετυμολογία

επεξεργασία
χεροβολιάζω < χεροβολιά και χερόβολο < μεσαιωνική ελληνική χερόβολον

χεροβολιάζω

  1. κόβω και μαζεύω στάχυα
  2. μαζεύω μια παρτίδα στάχυα, όσα χωράνε στη χούφτα μου (μια χεροβολιά ή μια δράκα ή μια χεριά) και τα δένω μαζί με άλλα σε ένα μεγαλύτερο δεμάτι


  Μεταφράσεις

επεξεργασία