Ετυμολογία

επεξεργασία
φτερουγίζω < πτερυγίζω < πτέρυξ-υγος

φτερουγίζω και φτερουγώ, πρτ.: φτερούγιζα, στ.μέλλ.: θα φτερουγίσω, αόρ.: φτερούγισα

  1. πετώ, κουνώ τα φτερά μου
  2. (μεταφορικά) για έντονο συναίσθημα ψυχικού πόνου ή ξαφνικής χαράς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία