Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτερουγίζω < πτερυγίζω < πτέρυξ-υγος

  Ρήμα επεξεργασία

φτερουγίζω και φτερουγώ, πρτ.: φτερούγιζα, στ.μέλλ.: θα φτερουγίσω, αόρ.: φτερούγισα

  1. πετώ, κουνώ τα φτερά μου
  2. (μεταφορικά) για έντονο συναίσθημα ψυχικού πόνου ή ξαφνικής χαράς

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία