Ετυμολογία

επεξεργασία
φτερουγώ < φτερουγίζω < πτερυγίζω

φτερουγώ

  1. (λαϊκότροπο / ποιητικό) φτερουγίζω
    Οι σκέψεις/οι άγγελοι φτερουγάνε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία