Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρι λανς < αγγλική freelance

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρι λανς αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία