φρι λανς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφρι λανς αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (νεολογισμός) που δουλεύει ανεξάρτητος και πουλάει τις υπηρεσίες του σε έναν εργοδότη χωρίς μόνιμο συμβόλαιο εργοδοσίας
- ※ Ο δημοσιογράφος που έγινε διάσημος μέσα σε μια βραδιά στη χώρα μας έχοντας υπογράψει το ρεπορτάζ της διαμαρτυρίας-του-παπουτσιού που δημοσίευσε το site του ΒΒC. Ένας από τους πάμπολλους «φρι λανς» που αγωνίζονται να πουλήσουν ρεπορτάζ σε μεγάλα δίκτυα, γι’ αυτό και υπακούει στους εμπορικούς τους κανόνες. Προϊόν και αυτός μιας αγοράς της ενημέρωσης, που έχει εδώ και χρόνια επιβάλει στη δημοσιογραφία όρους θεάματος. (εφ. Τα Νέα, 18.09.2010)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρι λανς
|