Δείτε επίσης: Φιακά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfʝa.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιά‐κα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

φιάκα < ενδεχομένως άμεσο δάνειο από την ιταλική fiacca (θόρυβος, πάταγος)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιάκα θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Κατά τον Βλαστό, η λέξη έχει τη σημασία της όψης (υπονοείται η εξωτερική εμφάνιση), αλλά και της αδιαφορίας και της απονιάς.[2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 312.
  2. Bλ. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σσ. 157, 15 και 34 αντίστοιχα.

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

φιάκα : κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φιάκα αρσενικό

Παρώνυμα επεξεργασία