φιάκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfʝa.kaς/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φιά‐κας
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιάκας αρσενικό
- (ιδιωματικό) αυτός που δίνει υπερβολική σημασία στην εξωτερική εμφάνισή του, ο ωραιοπαθής
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιάκας
|
Πηγές επεξεργασία
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 312.
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- φιάκας : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φιάκας θηλυκό