φθινοπωριάτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φθινοπωριάτικα < φθινοπωριάτικ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
φθινοπωριάτικα
- κατά την περίοδο του φθινοπώρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φθινοπωριάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φθινοπωριάτικο, ουδέτερο του φθινοπωριάτικος