φευκτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαφευκτά
- με φευκτό τρόπο, με δυνατότητα αποφυγής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φεύγω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφευκτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φευκτό