φάντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάντο < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική fado (πορτογαλική προφορά: [ˈfaðu] (φάντου); "πεπρωμένο, μοίρα") < λατινική fatum
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάντο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) παραδοσιακό μουσικό είδος της Πορτογαλίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φάντο στη Βικιπαίδεια