Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάδο < (ορθογραφικό δάνειο) πορτογαλική fado Συγκρίνετε με τον τύπο φάντο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάδο ουδέτερο, άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία