Δείτε επίσης: ὑφέν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υφέν < (ελληνιστική κοινήὑφέν < ὑφ’ + ἕν < αρχαία ελληνική εἷς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υφέν ουδέτερο

  1. (γραμματική) σημάδι (‿) που τίθεται για να δηλώσουμε την συνεκφώνηση δύο γειτονικών φωνηέντων ή διφθόγγων
  2. (μουσική) σημάδι (‿) που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας, με τη χρονική αξία του δευτέρου να προστίθεται σ’ αυτή του πρώτου, χωρίς όμως να ακουστεί δύο φορές αλλά μία συνεχόμενη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία