υπερθεματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερθεματίζω < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.θe.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐θε‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαυπερθεματίζω
- κάνω την πιο υψηλή προσφορά σε πλειστηριασμό
- (μεταφορικά) συμφωνώ / διαφωνώ με κάτι, ξεπερνώντας τους άλλους σε θετικές / αρνητικές κρίσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερθεματίζω | υπερθεμάτιζα | θα υπερθεματίζω | να υπερθεματίζω | υπερθεματίζοντας | |
β' ενικ. | υπερθεματίζεις | υπερθεμάτιζες | θα υπερθεματίζεις | να υπερθεματίζεις | υπερθεμάτιζε | |
γ' ενικ. | υπερθεματίζει | υπερθεμάτιζε | θα υπερθεματίζει | να υπερθεματίζει | ||
α' πληθ. | υπερθεματίζουμε | υπερθεματίζαμε | θα υπερθεματίζουμε | να υπερθεματίζουμε | ||
β' πληθ. | υπερθεματίζετε | υπερθεματίζατε | θα υπερθεματίζετε | να υπερθεματίζετε | υπερθεματίζετε | |
γ' πληθ. | υπερθεματίζουν(ε) | υπερθεμάτιζαν υπερθεματίζαν(ε) |
θα υπερθεματίζουν(ε) | να υπερθεματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερθεμάτισα | θα υπερθεματίσω | να υπερθεματίσω | υπερθεματίσει | ||
β' ενικ. | υπερθεμάτισες | θα υπερθεματίσεις | να υπερθεματίσεις | υπερθεμάτισε | ||
γ' ενικ. | υπερθεμάτισε | θα υπερθεματίσει | να υπερθεματίσει | |||
α' πληθ. | υπερθεματίσαμε | θα υπερθεματίσουμε | να υπερθεματίσουμε | |||
β' πληθ. | υπερθεματίσατε | θα υπερθεματίσετε | να υπερθεματίσετε | υπερθεματίστε | ||
γ' πληθ. | υπερθεμάτισαν υπερθεματίσαν(ε) |
θα υπερθεματίσουν(ε) | να υπερθεματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερθεματίσει | είχα υπερθεματίσει | θα έχω υπερθεματίσει | να έχω υπερθεματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερθεματίσει | είχες υπερθεματίσει | θα έχεις υπερθεματίσει | να έχεις υπερθεματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερθεματίσει | είχε υπερθεματίσει | θα έχει υπερθεματίσει | να έχει υπερθεματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερθεματίσει | είχαμε υπερθεματίσει | θα έχουμε υπερθεματίσει | να έχουμε υπερθεματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερθεματίσει | είχατε υπερθεματίσει | θα έχετε υπερθεματίσει | να έχετε υπερθεματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερθεματίσει | είχαν υπερθεματίσει | θα έχουν υπερθεματίσει | να έχουν υπερθεματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερθεματίζω