Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
surenchérir
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
surenchérir
<
surenchère
Ρήμα
επεξεργασία
surenchérir
(fr)
προτείνω
μεγαλύτερο
ποσό
από κάποιον άλλο,
υπερθεματίζω
,
πλειοδοτώ
Συγγενικά
επεξεργασία
surenchère
surenchérissement
surenchérisseur
-
surenchérisseuse