τσουρμάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσουρμάρω < τσούρμο + -άρω < ιταλική ciurma / γενοβέζικα ciusma < λατινική celeusma < αρχαία ελληνική κέλευσμα (αντιδάνειο) < κελεύω
Ρήμα επεξεργασία
τσουρμάρω
- (αργκό) (παρωχημένο) καταρτίζω / συγκεντρώνω τσούρμο / πλήρωμα για πλοίο
- ※ Μὰ τὸ δουλευτὴ ὅσο εἶνε γερὸς μὴ τὸν φοβερίζῃς. Ἐκεῖνες τὶς μέρες βγῆκε λόγος στὴν Κρασόσκαλα πῶς ἕνας Σπετσώτης τσουρμάρει γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πῶς τὸ ἄκουσα τελευταῖος. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της πλώρης, 1924}
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσουρμάρω
|