Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουρμάρω < τσούρμο + -άρω < ιταλική ciurma / γενοβέζικα ciusma < λατινική celeusma < αρχαία ελληνική κέλευσμα (αντιδάνειο) < κελεύω

τσουρμάρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία