Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τζούντο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 柔道 (jūdo) (柔=απαλός, 道=τρόπος/δρόμος)
 
λαβή τζούντο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τζούντο ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία