ταρτάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταρτάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tartare < Tartare < παλαιά γαλλική Tartaire < μεσαιωνική λατινική Tartarus < παλαιά τουρκική Tatar (Με παρετυμολόγηση από το λατινικά Tartarus < αρχαία ελληνική Τάρταρος)
Επίθετο
επεξεργασίαταρτάρ άκλιτο
- (γαστρονομία) (ψιλοκομμένος και) ωμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαταρτάρ
- (γαστρονομία) με ταρτάρ τρόπο, ωμά