σχολαστικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχολαστικίζω < σχολαστικός + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pédanter[1])
Ρήμα
επεξεργασίασχολαστικίζω
- (λόγιο) είμαι σχολαστικός ή ρέπω προς τον σχολαστικισμό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σχολαστικίζω | σχολαστίκιζα | θα σχολαστικίζω | να σχολαστικίζω | σχολαστικίζοντας | |
β' ενικ. | σχολαστικίζεις | σχολαστίκιζες | θα σχολαστικίζεις | να σχολαστικίζεις | σχολαστίκιζε | |
γ' ενικ. | σχολαστικίζει | σχολαστίκιζε | θα σχολαστικίζει | να σχολαστικίζει | ||
α' πληθ. | σχολαστικίζουμε | σχολαστικίζαμε | θα σχολαστικίζουμε | να σχολαστικίζουμε | ||
β' πληθ. | σχολαστικίζετε | σχολαστικίζατε | θα σχολαστικίζετε | να σχολαστικίζετε | σχολαστικίζετε | |
γ' πληθ. | σχολαστικίζουν(ε) | σχολαστίκιζαν σχολαστικίζαν(ε) |
θα σχολαστικίζουν(ε) | να σχολαστικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σχολαστίκισα | θα σχολαστικίσω | να σχολαστικίσω | σχολαστικίσει | ||
β' ενικ. | σχολαστίκισες | θα σχολαστικίσεις | να σχολαστικίσεις | σχολαστίκισε | ||
γ' ενικ. | σχολαστίκισε | θα σχολαστικίσει | να σχολαστικίσει | |||
α' πληθ. | σχολαστικίσαμε | θα σχολαστικίσουμε | να σχολαστικίσουμε | |||
β' πληθ. | σχολαστικίσατε | θα σχολαστικίσετε | να σχολαστικίσετε | σχολαστικίστε | ||
γ' πληθ. | σχολαστίκισαν σχολαστικίσαν(ε) |
θα σχολαστικίσουν(ε) | να σχολαστικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σχολαστικίσει | είχα σχολαστικίσει | θα έχω σχολαστικίσει | να έχω σχολαστικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σχολαστικίσει | είχες σχολαστικίσει | θα έχεις σχολαστικίσει | να έχεις σχολαστικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σχολαστικίσει | είχε σχολαστικίσει | θα έχει σχολαστικίσει | να έχει σχολαστικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σχολαστικίσει | είχαμε σχολαστικίσει | θα έχουμε σχολαστικίσει | να έχουμε σχολαστικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σχολαστικίσει | είχατε σχολαστικίσει | θα έχετε σχολαστικίσει | να έχετε σχολαστικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σχολαστικίσει | είχαν σχολαστικίσει | θα έχουν σχολαστικίσει | να έχουν σχολαστικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχολαστικίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σχολαστικίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας