Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολαστικίζω < σχολαστικός + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pédanter[1])

σχολαστικίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία