συνυπογράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνυπογράφω < ελληνιστική κοινή συνυπογράφω[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική ὑπογράφω < γράφω
Ρήμα
επεξεργασίασυνυπογράφω (παθητική φωνή: συνυπογράφομαι)
- υπογράφω μαζί με άλλον, από κοινού
- (κατ’ επέκταση, σπάνιο) συμφωνώ
Συγγενικά
επεξεργασία- συνυπογραφή
- συνυπογράφων
- → δείτε τις λέξεις συν, υπογράφω και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συνυπογράφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ συνυπογράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συνυπογράφω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)