Δείτε επίσης: συνδειπνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδειπνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδειπνῶ, συνηρημένος τύπος του συνδειπνέω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δειπνώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.ðiˈpno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δει‐πνώ

συνδειπνώ

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν, δειπνώ και δείπνο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία