συνδειπνώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδειπνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδειπνῶ, συνηρημένος τύπος του συνδειπνέω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δειπνώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sin.ðiˈpno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δει‐πνώ
Ρήμα επεξεργασία
συνδειπνώ
- (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο) δειπνώ μαζί με κάποιον άλλο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις συν, δειπνώ και δείπνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδειπνώ
Πηγές επεξεργασία
- Λέξεις με συνδειπν- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)