Ετυμολογία

επεξεργασία
συνάω < συνάγω < συν + αρχαία ελληνική ἄγω

συνάω

εν έχω όρεξη να συνάξω ελιές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία