Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμαζεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμμαζεύω

συμμαζεύομαι

  1. περιορίζω τις υπερβολές ή τις εξαλλοσύνες
  2. φροντίζω την εμφάνισή μου (ντύσιμο, χτένισμα κ.λπ.)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία