Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμαζεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμμαζεύω

  Ρήμα επεξεργασία

συμμαζεύομαι

  1. περιορίζω τις υπερβολές ή τις εξαλλοσύνες
  2. φροντίζω την εμφάνισή μου (ντύσιμο, χτένισμα κ.λπ.)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία