συγκωδωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκωδωνίζω < συγ- + κωδωνίζω → δείτε τη λέξη κώδων
- Στο ελληνογαλλικό λεξικό του Ηπίτη, ως μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική carilloner (κωδωνοκρούω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡo.ðoˈni.zo/
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κω‐δω‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκωδωνίζω
- (σπάνιο, παρωχημένο) ιδίως για καμπάνες (μεταβατικό) χτυπάω μαζί καμπάνες με ταυτόχρονη κωδωνοκρουσία συνδυασμών καμπάνων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκωδωνίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- Ηπίτης, Αντώνιος, Ελληνογαλλικόν λεξικόν (και γαλλοελληνικον) της λαλουμένης ελληνικής γλώσσης: ήτοι καθαρευούσης και δημλωδους, τόμος 3, εκ του τυπογραφείου Πετράκου, 1908. σελ.392, στήλη Β
- ※ [γλώσσα καθαρεύουσα, τα έντονα γράμματα, όπως στην πηγή. Συμπληρώσεις μας σε αγκύλες.
- Carillonnement ουσ. αρσ. Συγκωδωνισμός, κωδωνοκρουσία
- Carilloner ρ[ήμα] Κρούω κώδωνας, συγκωδωνίζω, κωδωνίζω, κωδωνοκρούω
- ※ [γλώσσα καθαρεύουσα, τα έντονα γράμματα, όπως στην πηγή. Συμπληρώσεις μας σε αγκύλες.