συγγενής πάθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασία- νόσημα ή πάθηση που επιβαρύνει κάποιον από την ώρα που γεννιέται, εκ γενετής, από την εμβρυική ζωή, λόγω κληρονομικότητας ή προβλημάτων της κύησης, σε αντιδιαστολή προς τα επίκτητα προβλήματα υγείας
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγγενής πάθηση