Δείτε επίσης: στρεψοδικέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρεψοδικώ (απαντά ήδη τον 5ο αιώνα π.Χ. στον Αριστοφάνη) < αρχαία ελληνική στρέφω + δίκη[1]

στρεψοδικώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.