στρεψοδικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρεψοδικώ (απαντά ήδη τον 5ο αιώνα π.Χ. στον Αριστοφάνη) < αρχαία ελληνική στρέφω + δίκη[1]
Ρήμα
επεξεργασίαστρεψοδικώ
- χρησιμοποιώ κακόπιστα επιχειρήματα ή σοφιστείες με στόχο τη διαστροφή της αλήθειας
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρεψοδικώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- στρεψοδικώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρεψοδικώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)