Δείτε επίσης: στρεψοδικώ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεψοδικέω < στρεψο- + δικέω < στρέφω + δίκη[1]

  Ρήμα επεξεργασία

στρεψοδικέω/ στρεψοδικῶ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία