στατιστικός έλεγχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στατιστικός έλεγχος < στατιστικός + έλεγχος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική statistical test)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαστατιστικός έλεγχος αρσενικό
- (στατιστική) διαδικασία που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση μιας υπόθεσης, βασισμένη σε ένα δείγμα δεδομένων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στατιστικός έλεγχος