σουμπλιμέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασουμπλιμέ ουδέτερο άκλιτο
- (φαρμακευτική, παρωχημένο) ουσία (διχλωριούχος άργυρος) που έχει αντιπαρασιτικές και αντισηπτικές ιδιότητες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σουμπλιμέ
|
Πηγές
επεξεργασία- σουμπλιμέ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)