σνομπιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σνομπιστικά < σνομπιστικός + -α < σνομπ < αγγλική snob
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
σνομπιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σνομπιστικός