Ετυμολογία

επεξεργασία
σμπαράλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική sbaraglio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμπαράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία