σμπαράλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμπαράλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική sbaraglio
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμπαράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) κομμάτια, θρύψαλα
- για άνθρωπο: εξουθενωμένος σωματικά ή ψυχικά
- για αντικείμενο: εντελώς διαλυμένος, κατακερματισμένος ή χαλασμένος