Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμπαράλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική sbaraglio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμπαράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία