σμερφάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σμερφάρω < σμερφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική smurf
Ρήμα
επεξεργασίασμερφάρω , αόρ.: σμερφάρισα/σμέρφαρα (χωρίς παθητική φωνή)
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) είμαι σμερφ, ένας επιδέξιος και έμπειρος παίκτης ενός διαδικτυακού παιχνιδιού και παίζω με λογαριασμό χαμηλής, σε σχέση με τη δική μου, κατάταξης ώστε αγωνίζομαι εναντίον λιγότερο έμπειρων παικτών κατά των οποίων νικώ εύκολα
- ⮡ Αφού το παιχνίδι δεν είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας, όταν αγόρασα υπολογιστή αναγκάστηκα να σμερφάρω μέχρι να καταταχθώ πάλι εκεί που ήμουνα.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σμερφάρω | σμέρφαρα | θα σμερφάρω | να σμερφάρω | σμερφάροντας | |
β' ενικ. | σμερφάρεις | σμέρφαρες | θα σμερφάρεις | να σμερφάρεις | σμέρφαρε | |
γ' ενικ. | σμερφάρει | σμέρφαρε | θα σμερφάρει | να σμερφάρει | ||
α' πληθ. | σμερφάρουμε | σμερφάραμε | θα σμερφάρουμε | να σμερφάρουμε | ||
β' πληθ. | σμερφάρετε | σμερφάρατε | θα σμερφάρετε | να σμερφάρετε | σμερφάρετε | |
γ' πληθ. | σμερφάρουν(ε) | σμέρφαραν σμερφάραν(ε) |
θα σμερφάρουν(ε) | να σμερφάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σμερφάρισα | θα σμερφαρίσω | να σμερφαρίσω | σμερφαρίσει | ||
β' ενικ. | σμερφάρισες | θα σμερφαρίσεις | να σμερφαρίσεις | σμερφάρισε | ||
γ' ενικ. | σμερφάρισε | θα σμερφαρίσει | να σμερφαρίσει | |||
α' πληθ. | σμερφαρίσαμε | θα σμερφαρίσουμε | να σμερφαρίσουμε | |||
β' πληθ. | σμερφαρίσατε | θα σμερφαρίσετε | να σμερφαρίσετε | σμερφαρίστε | ||
γ' πληθ. | σμερφάρισαν σμερφαρίσαν(ε) |
θα σμερφαρίσουν(ε) | να σμερφαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σμερφαρίσει | είχα σμερφαρίσει | θα έχω σμερφαρίσει | να έχω σμερφαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σμερφαρίσει | είχες σμερφαρίσει | θα έχεις σμερφαρίσει | να έχεις σμερφαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σμερφαρίσει | είχε σμερφαρίσει | θα έχει σμερφαρίσει | να έχει σμερφαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σμερφαρίσει | είχαμε σμερφαρίσει | θα έχουμε σμερφαρίσει | να έχουμε σμερφαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σμερφαρίσει | είχατε σμερφαρίσει | θα έχετε σμερφαρίσει | να έχετε σμερφαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σμερφαρίσει | είχαν σμερφαρίσει | θα έχουν σμερφαρίσει | να έχουν σμερφαρίσει |
|