Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σινιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική signé < signer < λατινική signo < signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (“κόβω”) ή *sekʷ- (“ακολουθώ”)

  Επίθετο επεξεργασία

σινιέ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία