σετάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σετάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική set + -άρω
Ρήμα επεξεργασία
σετάρω, αόρ.: σετάρισα, παθ.φωνή: σετάρομαι, π.αόρ.: σεταρίστηκα, μτχ.π.π.: σεταρισμένος
- (πληροφορική, ανεπίσημο) προσαρμόζω και εγκαθιστώ