Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σείριος < συσχετίζεται ετυμολογικά (χωρίς βεβαιότητα) με : σείω, "σειρ" (ήλιος), "σειρός" (θερμός), σέλας, ἥλιος, εἵλη (καύσωνας)

  Επίθετο επεξεργασία

σείριος

  1. ο καυτός, θερμός, ακτινοβόλος, φλογερός
    σείριον ἱμάτιον (ελαφρύ καλοκαιρινό ρούχο)
    σείριον πάθος (η σειρίαση, δηλ. εγκαύματα από τον καλοκαιρινό ήλιο)
  2. καταστροφικός
    σείριαι νᾶες

Συγγενικά επεξεργασία

  • Σείριος ο αστέρας
  • το σειρόν (θέριστρο)
  • σειρόω (αποξηραίνω με θερμότητα)
  • ἡ σειρίασις
  • πιθανόν η σειρήν (αν και άλλοι ανάγουν τη σειρήνα στις λέξεις σειρά/σειρή και σορρός)