σαρίν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαρίν < αγγλική sarin < Gerhard Schrader, Ambros, Rüdiger και Van der Linde (οι δημιουργοί του αερίου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρίν ουδέτερο άκλιτο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση του φωσφόρου με χημικό τύπο (CH3)2CHO]CH3P(O)F, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως εντομοκτόνο και σήμερα ως χημικό όπλο εξαιτίας της νευροτοξικής του δράσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σαρίν στη Βικιπαίδεια