Δείτε επίσης: σακουλιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακουλεύομαι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şakul (βαρίδι για αλφάδιασμα) + -εύομαι

σακουλεύομαι, πρτ.: σακουλευόμουν, στ.μέλλ.: θα σακουλευτώ, αόρ.: σακουλεύτηκα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία