Ετυμολογία

επεξεργασία
σακελλίων < λατινική sacellum < sacer +‎ -lum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂krós (ιερός) < *seh₂k- (αγιάζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακελλίων αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία