ρουτινιέρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρουτινιέρικα < ρουτινιέρικ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾu.tiˈɲe.ɾi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐τι‐νιέ‐ρι‐κα
Επίρρημα
επεξεργασίαρουτινιέρικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρουτινιέρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαρουτινιέρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρουτινιέρικος