ραφτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ραφτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ραφτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραφτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα εργατικά για το ράψιμο ή τη μεταποίηση ρούχου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραφτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ραφτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ραφτικό