ρέφερι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρέφερι < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική referee, αγγλική προφορά /ˌɹɛf.əˈɹiː/ (ρεφερί) με μετακίνηση τόνου
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾe.fe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρέ‐φε‐ρι
- τονικό παρώνυμο: ρεφερί
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρέφερι αρσενικό άκλιτο
- (προφορικό, αθλητισμός) ο διαιτητής αγώνα (ιδίως στο ποδόσφαιρο)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ρεφερί (σπανιότερη προφορά)
- ρέφερης / ρεφερής (προσαρμοσμένο, με κατάληξη, λαϊκότροπο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρέφερι
→ δείτε τη λέξη διαιτητής |
Πηγές επεξεργασία
- ρέφερι (& ρεφερής) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ρέφερι (& ρέφερης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ρεφερής - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)