Δείτε επίσης: ρεφερί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρέφερι < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική referee, αγγλική προφορά /ˌɹɛf.əˈɹiː/ (ρεφερί) με μετακίνηση τόνου

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾe.fe.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρέ‐φε‐ρι
τονικό παρώνυμο: ρεφερί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρέφερι αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία