Ετυμολογία

επεξεργασία
προασφαλίζω < ελληνιστική κοινή προασφαλίζω < πρό + ἀσφᾰλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω

προασφαλίζω (παθητική φωνή: προασφαλίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προασφαλίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)