προασφαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προασφαλίζω < ελληνιστική κοινή προασφαλίζω < πρό + ἀσφᾰλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαπροασφαλίζω (παθητική φωνή: προασφαλίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προασφάλιση
- προασφαλισμένος
- → δείτε τις λέξεις προ, ασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προασφαλίζω | προασφάλιζα | θα προασφαλίζω | να προασφαλίζω | προασφαλίζοντας | |
β' ενικ. | προασφαλίζεις | προασφάλιζες | θα προασφαλίζεις | να προασφαλίζεις | προασφάλιζε | |
γ' ενικ. | προασφαλίζει | προασφάλιζε | θα προασφαλίζει | να προασφαλίζει | ||
α' πληθ. | προασφαλίζουμε | προασφαλίζαμε | θα προασφαλίζουμε | να προασφαλίζουμε | ||
β' πληθ. | προασφαλίζετε | προασφαλίζατε | θα προασφαλίζετε | να προασφαλίζετε | προασφαλίζετε | |
γ' πληθ. | προασφαλίζουν(ε) | προασφάλιζαν προασφαλίζαν(ε) |
θα προασφαλίζουν(ε) | να προασφαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προασφάλισα | θα προασφαλίσω | να προασφαλίσω | προασφαλίσει | ||
β' ενικ. | προασφάλισες | θα προασφαλίσεις | να προασφαλίσεις | προασφάλισε | ||
γ' ενικ. | προασφάλισε | θα προασφαλίσει | να προασφαλίσει | |||
α' πληθ. | προασφαλίσαμε | θα προασφαλίσουμε | να προασφαλίσουμε | |||
β' πληθ. | προασφαλίσατε | θα προασφαλίσετε | να προασφαλίσετε | προασφαλίστε | ||
γ' πληθ. | προασφάλισαν προασφαλίσαν(ε) |
θα προασφαλίσουν(ε) | να προασφαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προασφαλίσει | είχα προασφαλίσει | θα έχω προασφαλίσει | να έχω προασφαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προασφαλίσει | είχες προασφαλίσει | θα έχεις προασφαλίσει | να έχεις προασφαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προασφαλίσει | είχε προασφαλίσει | θα έχει προασφαλίσει | να έχει προασφαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προασφαλίσει | είχαμε προασφαλίσει | θα έχουμε προασφαλίσει | να έχουμε προασφαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προασφαλίσει | είχατε προασφαλίσει | θα έχετε προασφαλίσει | να έχετε προασφαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προασφαλίσει | είχαν προασφαλίσει | θα έχουν προασφαλίσει | να έχουν προασφαλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προασφαλίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- προασφαλίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)