προασφαλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροασφαλίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προασφαλίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προασφαλίζομαι | προασφαλιζόμουν(α) | θα προασφαλίζομαι | να προασφαλίζομαι | ||
β' ενικ. | προασφαλίζεσαι | προασφαλιζόσουν(α) | θα προασφαλίζεσαι | να προασφαλίζεσαι | (προασφαλίζου) | |
γ' ενικ. | προασφαλίζεται | προασφαλιζόταν(ε) | θα προασφαλίζεται | να προασφαλίζεται | ||
α' πληθ. | προασφαλιζόμαστε | προασφαλιζόμαστε προασφαλιζόμασταν |
θα προασφαλιζόμαστε | να προασφαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προασφαλίζεστε | προασφαλιζόσαστε προασφαλιζόσασταν |
θα προασφαλίζεστε | να προασφαλίζεστε | (προασφαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | προασφαλίζονται | προασφαλίζονταν προασφαλιζόντουσαν |
θα προασφαλίζονται | να προασφαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προασφαλίστηκα | θα προασφαλιστώ | να προασφαλιστώ | προασφαλιστεί | ||
β' ενικ. | προασφαλίστηκες | θα προασφαλιστείς | να προασφαλιστείς | προασφαλίσου | ||
γ' ενικ. | προασφαλίστηκε | θα προασφαλιστεί | να προασφαλιστεί | |||
α' πληθ. | προασφαλιστήκαμε | θα προασφαλιστούμε | να προασφαλιστούμε | |||
β' πληθ. | προασφαλιστήκατε | θα προασφαλιστείτε | να προασφαλιστείτε | προασφαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | προασφαλίστηκαν προασφαλιστήκαν(ε) |
θα προασφαλιστούν(ε) | να προασφαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προασφαλιστεί | είχα προασφαλιστεί | θα έχω προασφαλιστεί | να έχω προασφαλιστεί | προασφαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προασφαλιστεί | είχες προασφαλιστεί | θα έχεις προασφαλιστεί | να έχεις προασφαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προασφαλιστεί | είχε προασφαλιστεί | θα έχει προασφαλιστεί | να έχει προασφαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προασφαλιστεί | είχαμε προασφαλιστεί | θα έχουμε προασφαλιστεί | να έχουμε προασφαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προασφαλιστεί | είχατε προασφαλιστεί | θα έχετε προασφαλιστεί | να έχετε προασφαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προασφαλιστεί | είχαν προασφαλιστεί | θα έχουν προασφαλιστεί | να έχουν προασφαλιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προασφαλίζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- προασφαλίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)