• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προαλείφω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Κλίση
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
προαλείφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαλείφομαι (= αλείβομαι, ως παλαιστής, με λάδι πριν τον αγώνα) σε ενεργητική φωνή < αρχαία ελληνική προαλείφω (σκεπάζω από πριν).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αλείφω.

Ρήμα

επεξεργασία

προαλείφω , παθ.φωνή: προαλείφομαι

  • (λόγιο, για πρόσωπο) προορίζω, προετοιμάζω για κάτι (αναφέρεται κυρίως σε αξιώματα)

Κλίση

επεξεργασία
  • → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προαλείφω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ προαλείφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προαλείφω&oldid=5599268"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Σεπτεμβρίου 2022, στις 12:02

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Σεπτεμβρίου 2022, στις 12:02. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας