πολυφωνικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφωνικά < πολυφωνικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπολυφωνικά
- με πολυφωνικό τρόπο, με πολυφωνικότητα ή πολυφωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυφωνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπολυφωνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολυφωνικός