πνιχτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
πνιχτά
- (για ήχο) με τρόπο ώστε να μην ακούγεται
- ↪ έκλαιγε πνιχτά, μη τυχόν και την ακούσουν από το διπλανό δωμάτιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πνιχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πνιχτό, ουδέτερο του πνιχτός