Ετυμολογία

επεξεργασία

πνιχτά < πνιχτ(ός) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

πνιχτά

  • (για ήχο) με τρόπο ώστε να μην ακούγεται
    ⮡  έκλαιγε πνιχτά, μη τυχόν και την ακούσουν από το διπλανό δωμάτιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πνιχτά