muffled
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- ήχος που έχει χάσει μερικώς ή πλήρως το υψίσυχνο τμήμα του φάσματός του
Σημειώσεις επεξεργασία
- η λέξη υπόκωφος σημαίνει το ίδιο όμως για σιγανό και περισσότερο μουντό ήχο, δηλαδή χρησιμοποιείται για πιο ακραίες περιπτώσεις
- πχ.
- crunching generates a muffled grinding sound
- το τραγάνισμα παράγει έναν «(μουντό) σιγασμένο στις ψιλές/υψηλές [συχνότητες]» αλεστικό ήχο