πλουτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλουτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλουτῶ (πλουτέω, είμαι πλούσιος) < πλοῦτος (πλούτος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pluˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐τώ
- τονικό παρώνυμο: πλούτο
Ρήμα
επεξεργασίαπλουτώ (χωρίς παθητική φωνή)
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλουτώ
→ δείτε τη λέξη πλουτίζω |
Πηγές
επεξεργασία- πλουτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας