πλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέα < πληθυντικός αριθμός του πλέον
Προφορά επεξεργασία
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα επεξεργασία
πλια
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του πια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλια
|