πλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλιά (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέα, συνιζημένος τύπος του πλέα, πληθυντικός του πλέον[1] [2] Δείτε και το κρητικό πλια με σημασία "πιο".
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπλια
- (ιδιωματικό, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του πια
- ⮡ πλια στους Συμφραστικούς Πίνακες Λέξεων για μείζονες νεοέλληνες ποιητές, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- (λογοτεχνικό, ιδιωματικό, όπως και στην Κρήτη) πιο, περισσότερο
- ※ κι ύπνος σκληρός πλια ζωντανά τα ξαναφέρνει ομπρός μου
- Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός @greek-language.gr
- άλλες μορφές: πλιο, μπλιο, πλιότερο, πλιονότερο
- ※ κι ύπνος σκληρός πλια ζωντανά τα ξαναφέρνει ομπρός μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλια
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλια < πια (ή πιο > πλιο) με τροπή π > πλ [1] ([pç] > [pʎ])[2] και δείτε περισσότερα στο πλια της κοινής.
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπλια
- πιο, περισσότερο
- ⮡ πλια πολύ (πιο πολύ)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαστην κοινή νεοελληνική:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.643
- ↑ πια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.