πηγαινέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πηγαινέλα < πήγαιν(ε) + έλα (προστακτικές των ρημάτων πηγαίνω και έρχομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ʝeˈne.la/ (δείτε και πήγαιν' έλα)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐γαι‐νέ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηγαινέλα ουδέτερο άκλιτο
- η συχνή, επαναλαμβανόμενη επανειλημμένη μετάβαση και επιστροφή σε κάποιο σημείο
- η απλή μετάβαση και επιστροφή, το αλερετούρ
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πήγαιν' έλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηγαινέλα
Πηγές
επεξεργασία- πηγαινέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας