παρεπιδημώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεπιδημώ < αρχαία ελληνική παρεπιδημῶ < παρά + ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπαρεπιδημώ
- (λόγιο) μένω προσωρινά σε κάποιο τόπο, άλλον απ’ αυτόν της μόνιμης κατοικίας μου, είμαι περαστικός από κάποιο μέρος
Συγγενικά
επεξεργασία- παρεπιδημία
- παρεπιδημών
- → δείτε τις λέξεις παρά, επί και δήμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρεπιδημώ | παρεπιδημούσα | θα παρεπιδημώ | να παρεπιδημώ | παρεπιδημώντας | |
β' ενικ. | παρεπιδημείς | παρεπιδημούσες | θα παρεπιδημείς | να παρεπιδημείς | (παρεπιδήμει) | |
γ' ενικ. | παρεπιδημεί | παρεπιδημούσε | θα παρεπιδημεί | να παρεπιδημεί | ||
α' πληθ. | παρεπιδημούμε | παρεπιδημούσαμε | θα παρεπιδημούμε | να παρεπιδημούμε | ||
β' πληθ. | παρεπιδημείτε | παρεπιδημούσατε | θα παρεπιδημείτε | να παρεπιδημείτε | παρεπιδημείτε | |
γ' πληθ. | παρεπιδημούν(ε) | παρεπιδημούσαν(ε) | θα παρεπιδημούν(ε) | να παρεπιδημούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρεπιδήμησα | θα παρεπιδημήσω | να παρεπιδημήσω | παρεπιδημήσει | ||
β' ενικ. | παρεπιδήμησες | θα παρεπιδημήσεις | να παρεπιδημήσεις | παρεπιδήμησε | ||
γ' ενικ. | παρεπιδήμησε | θα παρεπιδημήσει | να παρεπιδημήσει | |||
α' πληθ. | παρεπιδημήσαμε | θα παρεπιδημήσουμε | να παρεπιδημήσουμε | |||
β' πληθ. | παρεπιδημήσατε | θα παρεπιδημήσετε | να παρεπιδημήσετε | παρεπιδημήστε | ||
γ' πληθ. | παρεπιδήμησαν παρεπιδημήσαν(ε) |
θα παρεπιδημήσουν(ε) | να παρεπιδημήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρεπιδημήσει | είχα παρεπιδημήσει | θα έχω παρεπιδημήσει | να έχω παρεπιδημήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρεπιδημήσει | είχες παρεπιδημήσει | θα έχεις παρεπιδημήσει | να έχεις παρεπιδημήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρεπιδημήσει | είχε παρεπιδημήσει | θα έχει παρεπιδημήσει | να έχει παρεπιδημήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρεπιδημήσει | είχαμε παρεπιδημήσει | θα έχουμε παρεπιδημήσει | να έχουμε παρεπιδημήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρεπιδημήσει | είχατε παρεπιδημήσει | θα έχετε παρεπιδημήσει | να έχετε παρεπιδημήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρεπιδημήσει | είχαν παρεπιδημήσει | θα έχουν παρεπιδημήσει | να έχουν παρεπιδημήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεπιδημώ
|