Δείτε επίσης: παρεπιδημῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεπιδημώ < αρχαία ελληνική παρεπιδημῶ < παρά + ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ

παρεπιδημώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία